υφυπουργείο

υφυπουργείο
müsteşarlık

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υφυπουργείο — το, Ν 1. κεντρική δημόσια υπηρεσία που έχει επικεφαλής τον υφυπουργό και ασχολείται με έναν τομέα θεμάτων που υπάγονται σε ένα υπουργείο 2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων τού υφυπουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • υφυπουργείο — το 1. κεντρική δημόσια υπηρεσία ορισμένης δικαιοδοσίας, που διευθύνεται από υφυπουργό. 2. το σύνολο των πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων που ασκεί ο υφυπουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”